- σφοδρός
- -ή, -ό / σφοδρός, -ά, -όν, ΝΜΑ, και σφοδρός, -όν, Αορμητικός, βίαιος ή έντονος, ισχυρός (α. «σφοδρή θαλασσοταραχή» β. «σφοδρός έρωτας» γ. «σφοδρόν καῡμα», Γαλ.δ. «σφοδρὸν μῑσος», Θουκ.)αρχ.1. (για πρόσ.) α) παράφορος («νέος δὲ καὶ σφοδρὸς ὁ υἱὸς αὐτοῡ», Πλάτ.)β) πρόθυμος, δραστήριος, ενεργητικός («ὑπηρέτας... σφοδροὺς καὶ ταχεῑς καὶ ἀόκνους», Ξεν.)γ) ρωμαλέος, δυνατός («ἡ γεωργία σφοδρὸν τὸ σῶμα παρέχει», Ξεν.)δ) (ιδίως για δικαστή) αυστηρός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ σφοδρόνα) σφοδρότητα, ορμητικότηταβ) υπερβολή.επίρρ...σφοδρώς / σφοδρῶς ΝΜΑ, και σφοδρά Ν1. με σφοδρό τρόπο, έντονα, σφόδρα2. με σφοδρότητα, με ορμητικότητα βίαια.[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σφοδ-ρός έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα σφοδ- τού επιθ. σφεδανός* με επίθημα -ρός (πρβλ. κυδ-ρός, οικτ-ρός), βλ. και λ. σφεδανός].
Dictionary of Greek. 2013.